περιγηράσκω

περιγηράσκω
Α
γερνώ κατά περιόδους, γεράζω, μαραίνομαι περιοδικώς («καρποὺς διὰ τοῡ θέρους ὅλου περιγηράσκοντας...»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γηράσκω «γερνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”